πελάσεις

πελάσεις
πέλασις
approach
fem nom/voc pl (attic epic)
πέλασις
approach
fem nom/acc pl (attic)
πελά̱σεις , πελάω
aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)
πελά̱σεις , πελάω
fut ind act 2nd sg (doric aeolic)
πελάζω
approach
aor subj act 2nd sg (epic)
πελάζω
approach
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”